πλημμύρας

πλημμύρας
πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα
fem acc pl
πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λειψεδαφία — λειψεδαφία, ἡ (Μ) διάβρωση εδάφους εξαιτίας πλημμύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + εδαφία (< ἔδαφος)] …   Dictionary of Greek

  • νερομαζωξιά — η (Μ νερομαζωξιά) νερά που έχουν συγκεντρωθεί προσωρινά σε κοιλότητα εδάφους λόγω βροχής, πλημμύρας ή απόφραξης από πτώση χωμάτων, αλλ. νερομαζώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μαζώνω] …   Dictionary of Greek

  • πάδος — (Po). Ποταμός της βόρειας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας (625 χλμ.). Αποστραγγίζει λεκάνη 74.970 τ. χλμ., από τα οποία περίπου 50.000 καταλαμβάνει η κοιλάδα του Πάδου, τεράστια τάφρος που καλύφθηκε κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές. Ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • προσρήγνυμι — ΜΑ, και προσρηγνύω Α (αμτβ.) (για ποτάμι) χτυπώ με ορμή πάνω σε κάτι, προσκρούω σε κάτι («πλημμύρας δὲ γενομένης προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια 2. διαρρηγνύω… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λιμπόπο — (Limpopo). Ποταμός (1.770 χλμ.) της νοτιοανατολικής Αφρικής. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές της οροσειράς Βιτβάτερσραντ –κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ– και εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό. Διαγράφει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από το υψίπεδο του Τράνσβααλ… …   Dictionary of Greek

  • Ματζόρε, Λίμνη — (ιταλ. Lago Maggiore, γαλλ. Lac Majeur). Λίμνη (212 τ. χλμ.) της βόρειας Ιταλίας και της Ελβετίας. Βρίσκεται πίσω από την αλπική ζώνη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Πιεμόντε· ονομάζεται επίσης και Βερμπάνο (Verbano). Βρίσκεται σε ύψος 193 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”